ταρναρίζω

ταρναρίζω
Ν
κουνώ, ιδίως μωρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταρναριστός — ή, ό, Ν [ταρναρίζω] κουνιστός («ταρναριστό περπάτημα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”